Project Description

ΜΗΚΟΣ ΠΛΑΒΑΣ: 6.80 m | ΜΗΚΟΣ ΟΜΟΙΩΜΑΤΟΣ: 0,68 m | ΚΛΙΜΑΞ: 1/10 | ΥΛΙΚΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ: Πεύκο | ΙΣΤΙΟΦΟΡΙΑ: ΣΑΚΟΛΕΒΑ

Στην προσπάθεια που κάνω τόσα χρόνια στην έρευνα και καταγραφή της Ελληνικής παραδοσιακής ναυπηγικής , γνώρισα και γίναμε φίλοι, έναν εξαιρετικό άνθρωπο, τον ναυπηγό Επαμ. Καρβέλη, ο οποίος κατάγεται από το Αιτωλικό.

Επισκεφθήκαμε αρκετές φορές την πατρίδα του και αυτό έγινε αιτία να ασχοληθώ επισταμένως με την παραδοσιακή ναυπηγική της περιοχής του Ιονίου πελάγους και της ευρύτερης περιοχής της Αδριατικής.

Ενα χαρακτηριστικό σκάφος που εξακολουθεί να πλέει στα νερά του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου, είναι μία πλάβα και ονομάζεται Γαΐτα .

Πληροφορίες γιά την κατασκευή του ομοιώματος της γαΐτας που αποτύπωσα, τις άντλησα από τους Σωτήρη Γερμανό, ο οποίος είναι ξεναγός στο μουσείο της Βάσως Κατράκη και από μικρός πήγαινε γιά ψάρεμα με τον πατέρα του και από τον Γιώργο Σαρηγιάννη, συνταξιούχο ψαρά που ήταν απαρηγόρητος γιατί κάποιοι του έκλεψαν την αγαπημένη του γαΐτα. Επίσης με μεγάλη προθυμία με βοήθησαν οι δύο καραβομαραγκοί Αντώνης Βλαχόπουλος και Γιάννης Τραυλός, οι οποίοι λειτουργούν δύο διαφορετικά καρνάγια και εξακολουθούν να κατασκευάζουν γαίτες.

Σήμερα οι γαΐτες του Αιτωλικού δεν φοράνε πανιά, αλλά κινούνται με μηχανές πετρελαίου.


Στην περίπτωση της γαΐτας του Μεσολογγίου,έχουμε ένα σκάφος που είναι φτιαγμένο για να πλέει στις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν στη λιμνοθάλασσα με τα ρηχά νερά, που σε πολλά οημεία δεν ξεπερνούν τα 30 εκατοοτά. Έτσι η μορφή του σκάφους συγκεντρώνει όλα εκείνα τα απαραίτητα χαρακτηριστικό που του επιτρέπουν να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των ψαράδων της περιοχής και ταυτόχρονα να χρησιμεύει ως μέσο μεταφοράς από τόπο σε τόπο στη λιμνοθάλασσα.

Τα μικρά βάθη απαιτούν, για την καλή πλευστότητα της «γάιτας», την ύπαρξη εκτεταμένου και επίπεδου πυθμένα και μικρό βύθισμα, για δε την κίνηση της σ’ αυτά είναι αρκετή η χρησιμοποίηση ενός κονταριού (σταλικι) που να «πιανει» στον πυθμένα της λιμνοθάλασσας. Μορφολογικά στη «γαϊτα» είναι εύκολο να διακρίνουμε μια κάποια επιρροή που έχει δεχτεί από τη μορφή των θαλασσινών σκαριών, πράγμα άλλωστε που δικαιολογείται από τη γειτνίαση της λιμνοθάλασσας με το παρακείμενο θαλασσινό στοιχείο.

Αρκεί να δούμε την ατρακτοειδή μορφή της, σε κάτοψη και αρκετά από τα κατασκευαστικά της στοιχεία για να αντιληφθούμε αυτή την επιρροή. Έτσι, στη «γάιτα» διακρίνουμε την ύπαρξη κουπαστής, λούρου και πάγκων, που θυμίζουν πολύ τις θαλασσινές μας βάρκες.

Τα μικρά όμως βάθη της λιμνοθάλασσας, σε συνδυασμό με τα ήρεμα νερά της, κάνουν περιττή την ύπαρξη ισχυρής κατασκευής, που θα αύξανε χωρίς ιδιαίτερο λόγο το κόστος και το χρόνο κατασκευής της «γάιτας» και παράλληλα θα απαιτούσε μεγαλύτερη τεχνική κατάρτιση από τους κατασκευαστές της.Οι νομείς, που υπάρχουν και στη «γάιτα» του Μεσολογγίου, δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα του τρόπου κατασκευής και ο ρόλος τους είναι και εδώ καθαρά ενισχυτικός της όλης κατασκευής.

Φτιαγμένοι από τρία τεμάχια ξύλου, του πυθμένα και δύο πλευρικών, τοποθετούνται σε απόσταση 20 περίπου εκατοστών ο ένας από τον άλλον, μετά τη διαμόρφωση του επίπεδου πυθμένα του σκάφους και χωρίς να υπάρχει καμιά σύνδεση μεταξύ τους. Οι διαστάσεις της «γάιτας» διαφέρουν από σκάφος σε σκάφος. Σε γενικές γραμμές είναι; Μήκος από 5-7 μέτρα, πλάτος από 1.20-1.40 μέτρα και ύψος κοίλου από 40-60 εκατοστά.

Οι βάρκες των ελληνικών λιμνών και λιμνοθαλασσών αποτελούν πρωτόγονα κατασκευάσματα που δεν υπακούουν, σε καμιά σχεδόν περίπτωση, στους κανόνες της ναυπηγικής τέχνης. Οι κατασκευαστές τους – απλοί μαραγκοί, αγρότες ή ψαράδες των παραλιμνίων περιοχών – δεν έχουν καμιά ουσιαστική επαφή με το θαλασσινό στοιχείο και τις απαιτήσεις του.

Η μορφολογία των βαρκών που κατασκευάζουν είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στα, ήρεμα σχεδόν, νερά των λιμνών με τις μικρές αποστάσεις και τις άλλες ιδιόμορφες συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτές, όπως η κίνηση σε ρηχά νερά, σε βαλτώδεις περιοχές, ανάμεσα σε καλαμώνες και πάνω από πυκνή υδρόβια βλάστηση. Έτσι οι βάρκες των ελληνικών λιμνών κατασκευάζονται κατά κανόνα με επίπεδο πυθμένα, χωρίς προεξέχουσα τρόπιδα, που αποτελεί το κύριο γνώρισμα των θαλασσινών σκαριών.

Ο πυθμένας τους ανυψώνεται και λεπταίνει στην πλώρη και την πρύμνη για να μπορούν να κινούνται και να υπερπηδούν ευκολότερα τη βλάστηση της λίμνης, να έχουν καλύτερη προώθηση αλλά και για να τραβιούνται εύκολα στη στεριά. Για το «χτίσιμο» αυτών των σκαριών εφαρμόζεται από τους αρχαιότερους χρόνους μέχρι σήμερα αναλλοίωτη η ίδια μέθοδος κατασκευής, με το ίδιο πάντα μορφολογικό αποτέλεσμα, χωρίς την παραμικρή τάση εξέλιξης.

Οι κατασκευαστές τους αρκούνται στο να φτιάχνουν βάρκες που να εκπληρώνουν τις λειτουργικές τους ανάγκες, χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το αισθητικό αποτέλεσμα του έργου τους. Ακόμα, πρώτιστα τους ενδιαφέρει η εύκολη και στέρεη κατασκευή, πράγμα που οδηγεί σχεδόν πάντα στην ανυπαρξία καμπύλων τμημάτων, που απαι¬τούν άλλωστε ξεχωριστή τεχνική κατάρτιση.

Γιάννης Παντζόπουλος
Γενικός Γραμματέας Ε.Ι,Π.Ν.Π.

Βασική διαφορά στην κατασκευή αυτών των βαρκών από τις αντίστοιχες θαλασσινές που φτιάχνονται στις μέρες μας είναι ότι τοποθετούνται πρώτα τα μαδέρια του πετσώματος (επηγκενίδες) και στη συνέχεια μερικοί νομείς, ως ενισχυτικά στοιχεία και νια να διατηρήσουν τη μορφή του περιβλήματος. Και αυτή είναι μια μέθοδος κατασκευής που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και που μόνο σ’ αυτούς τους τόπους των σκαριών συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Όλη η ξυλεία που χρησιμοποιείται για τα μαδέρια του πετσώματος και τους νομείς προέρχεται σχε¬δόν πάντα από τις γύρω περιοχές των λιμνών που τις φιλοξενούν και που κατά περίπτωση μπορεί να είναι καραγάτσι, βαλανιδιά, καστανιά, πεύκο ή λεύκα.

Τα ξύλα στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται μεταξύ τους με καρφοβελόνες ή μεταλλικά στοιχεία σε οχήμα Π και η στεγανοποίηση των αρμών γίνεται με πίσσα, που αποτελεί και το μοναδικό υλικό συντήρησης και συνάμα χρωματισμού των σκαριών. Για την προώθηση των λιμναίων βαρκών χρησιμοποιούνται κουπιά ή ένα μακρύ κοντάρι που ονομά¬ζουν κούντα ή σταλίκι.

Επειδή όμως το πλάτος των βαρκών είναι μικρό και η κωπηλασία αρκετά δύσκολη, τοποθετούν εγκάρσια ένα μακρύ ξύλο, το ζυγό, που στις δυο άκρες του είναι στερεωμένοι οι σκαλμοί.
Αυτά είναι τα βασικά γνωρίσματα των ελληνικών λιμναίων βαρκών.

Γνωρίσματα που δεν μετέβαλε χρόνος, έτσι που όσες από αυτές τις βάρκες διατηρούνται ή κατασκευάζονται ακόμα, να κλείνουν μέσα τους μια μακραίωνη παράδοση μοναδική στο είδος της.

Πηγή: Περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ


Ο Μάρκος Λιακατάς είναι συνταξιούχος ψαράς από το Μεσολόγγι. Ολόκληρη η ζωή και οι σκέψεις του περιστρέφονται γύρω από τη λιμνοθάλασσα. Εκεί είχε τα πρώτα του σκιρτήματα, από τα ψάρια της έβγαλε το ψωμί μιας ολόκληρης ζωής, την αποκαλεί λιβάδι, την ποθεί, είναι ερωτευμένος μαζί της. Θυμάται πώς ήταν παλιά το μικροσκοπικό νησάκι στη μέση της λιμνοθάλασσας, με την εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας: «Επάνω του υπήρχαν καμιά δεκαριά πελάδες (ξύλινες καλύβες), στη μια τρώγανε, στην άλλη κοιμόντουσαν, σε άλλη πλέκανε τις καλαμωτές (καλαμένιους φράχτες που παγιδεύουν τα ψάρια).

Το νησί ήταν γεμάτο καλάμια, που τα κούρευαν και κρατούσαν για πλέξιμο τα γερά, με τα υπόλοιπα άναβαν φωτιά για να μαγειρεύουν. Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος τουλάχιστον εκατό γαΐτες πηγαινοέφερναν τον κόσμο στο νησί με εισιτήριο τρεις δραχμές. Παλαιοτέρα οι ψαράδες στέκονταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, που συχνά διαφωνούσαν σε ποιον ανήκει ένα ψάρι.

Εκεί που νόμιζες ότι θα τσακωθούν και θα σκοτωθούν, μετά από λίγο τα έβρισκαν μεταξύ τους, σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Στα χρόνια της επανάστασης η λιμνοθάλασσα ήταν γεμάτη από τουρκικά λατσόνια (μακρόστενες τουρκικές γαΐτες), που ήταν ίσα με δέκα μέτρα το καθένα. Ανάμεσά τους δεν χώραγε να περάσει ούτε πάσαρα (πλοίο), ούτε πριάρι (μεγάλη γαΐτα).

Οι Έλληνες επαναστάτες τοποθετούσαν γράδους (μυτερούς πασσάλους) λίγους πόντους κάτω από την επιφάνεια του νερού, επάνω στους οποίους έπεφταν και κάρφωναν τα λατσόνια. Η κάϊνα (πέλαγος) γέμιζε από το αίμα των μαχών, εικόνες τραγικές και γεμάτες μεγαλείο

Πηγή: www.travelpaths.gr

Διαβάστε ένα αφιέρωμα του περιοδικού 7 ΗΜΕΡΕΣ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ της 20ης Ιανουαρίου 2002, σχετικά με τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ

Επίσης,

Διαβάστε ένα αφιέρωμα του περιοδικού 7 ΗΜΕΡΕΣ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ της 24ης Απριλίου 1994, σχετικά την “ΑΙΤΩΛΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ¨