Project Description
ΜΗΚΟΣ ΣΚΑΦΟΥΣ: 5.1 m | ΜΗΚΟΣ ΟΜΟΙΩΜΑΤΟΣ: 0,51 m | ΚΛΙΜΑΞ: 1/10 | ΥΛΙΚΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ: ΠΕΥΚΟ
Πλάβα που χρησιμοποιείτο στην λίμνη της Κάρλας στην Θεσσαλία γιά ψάρεμα, πριν γίνει η αποξήρανση.
Το σχέδιο προέρχεται από το βιβλίο “Η Επιστροφή της Κάρλας” του Γιάννη Ρούσκα ΑΘΗΝΑΙ 2001.
Η «πλάβα» αποτελεί τον τύπο της λιμνιάς βάρκας που συναντάμε στις λίμνες Βεγορίτιδα, Πρέσπα, Δοϊράνης και Καστοριάς. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των σκαφών είναι η τραπεζοειδής τομή τους σ’ όλο το μήκος τους, με εμφανή την κλίση των πλευρικών μαδεριών του πετσώματος προς τα μέσα.
Έχουμε δηλαδή ένα τραπέζιο που σχηματίζεται από τον φαρδύτερο πυθμένα, τις πλευρές του σκάφους που συγκλίνουν προς τα μέσα και τη στενότερη πλευρά του που αποτελεί η νοητή ευθεία που ενώνει τα ελεύθερα χείλια του πάνω μαδεριού (κατάστρωμα).
Αυτή η κλίση των μαδεριών του πετσώματος είναι η ίδια που διαφοροποιεί και καθορίζει τελικά την καταγωγή της «πλάβας» από λίμνη σε λίμνη. Έτσι, ενώ η κλίση των πλευρών της πλάβας της Βεγορίτιδος είναι αρκετά αισθητή, παρουσιάζεται σημαντικά μικρότερη σε εκείνες της Πρέσπας και της Δοϊράνης και ελάχιστη ή ανύπαρκτη στην πλάβα της Καστοριάς.
Ο πυθμένας στις πλάβες παρουσιάζει μια ελαφρά κύρτωση σ? όλο του το μήκος, που γίνεται εντονότερη στην περιοχή της πλώρης, για να βοηθάει το σκάφος στην υπερπήδηση της βλάστησης των λιμνών αλλά και για το εύκολο τράβηγμα του στη στεριά.
Οι πλάβες, σε γενικές γραμμές, έχουν λεπτή πλώρη σε σχέση με τη φαρδύτερη πρύμνη τους. που κυμαίνεται γύρω στα 40 εκατοστά. Το σκάφος έχει σ’ όλο το μήκος του διπύθμενα, που το μπρος μέρος τους (προς την πλώρη) oι ψαράδες το γεμίζουν νερό για να διατηρούν σ’ αυτό τα ψάρια τους.
Στις πλάβες τοποθετούνται στραβόξυλα (εγκοίλια) κάθε 50 εκατοστά περίπου, που αποτελούν ενισχυτικά στοιχεία της ξυλοκατασκευής και κατασκευάζονται από τοπική ξυλεία, που από τη φύση της παρουσιάζει ανάλογη κύρτωση.
Όπως στο «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς έτσι και στις «πλάβες.. υπάρχει, στο μέσο περίπου του σκάφους, η εγκάρσια δοκός (ζυγός) για την τοποθέτηση των σκαλμών. Ακόμα, για τη σύνδεση των μαδεριών μεταξύ τους, ακολουθείται η ίδια μέθοδος με αυτή των Καστοριανών κατασκευαστών.
Οι βασικές διαστάσεις της πλάβας, που παρουσιάζουν μικροδιαφορές από τόπο σε τόπο, είναι: Μήκος ολικό περίπου 6.30 μ. Μήκος πυθμένα περίπου 5 μέτρα, πλάτος μεταξύ 120 και 90 εκατοστών και ύψος κοίλου περίπου 60 εκατοστά.
Οι βάρκες των ελληνικών λιμνών και λιμνοθαλασσών αποτελούν πρωτόγονα κατασκευάσματα που δεν υπακούουν, σε καμιά σχεδόν περίπτωση, στους κανόνες της ναυπηγικής τέχνης. Οι κατασκευαστές τους – απλοί μαραγκοί, αγρότες ή ψαράδες των παραλιμνίων περιοχών – δεν έχουν καμιά ουσιαστική επαφή με το θαλασσινό στοιχείο και τις απαιτήσεις του.
Η μορφολογία των βαρκών που κατασκευάζουν είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στα, ήρεμα σχεδόν, νερά των λιμνών με τις μικρές αποστάσεις και τις άλλες ιδιόμορφες συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτές, όπως η κίνηση σε ρηχά νερά, σε βαλτώδεις περιοχές, ανάμεσα σε καλαμώνες και πάνω από πυκνή υδρόβια βλάστηση. Έτσι οι βάρκες των ελληνικών λιμνών κατασκευάζονται κατά κανόνα με επίπεδο πυθμένα, χωρίς προεξέχουσα τρόπιδα, που αποτελεί το κύριο γνώρισμα των θαλασσινών σκαριών.
Ο πυθμένας τους ανυψώνεται και λεπταίνει στην πλώρη και την πρύμνη για να μπορούν να κινούνται και να υπερπηδούν ευκολότερα τη βλάστηση της λίμνης, να έχουν καλύτερη προώθηση αλλά και για να τραβιούνται εύκολα στη στεριά. Για το «χτίσιμο» αυτών των σκαριών εφαρ¬μόζεται από τους αρχαιότερους χρόνους μέχρι σήμερα αναλλοίωτη η ίδια μέθοδος κατασκευής, με το ίδιο πάντα μορφολογικό αποτέλεσμα, χωρίς την παραμικρή τάση εξέλιξης.
Οι κατασκευαστές τους αρκούνται στο να φτιάχνουν βάρκες που να εκπληρώνουν τις λειτουργικές τους ανάγκες, χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το αισθητικό αποτέλεσμα του έργου τους. Ακόμα, πρώτιστα τους ενδιαφέρει η εύκολη και στέρεη κατασκευή, πράγμα που οδηγεί σχεδόν πάντα στην ανυπαρξία καμπύλων τμημάτων, που απαι¬τούν άλλωστε ξεχωριστή τεχνική κατάρτιση.
Βασική διαφορά στην κατασκευή αυτών των βαρκών από τις αντίστοιχες θαλασσινές που φτιάχνονται στις μέρες μας είναι ότι τοποθετούνται πρώτα τα μαδέρια του πετσώματος (επηγκενίδες) και στη συνέχεια μερικοί νομείς, ως ενισχυτικά στοιχεία και νια να διατηρήσουν τη μορφή του περιβλήματος.
Και αυτή είναι μια μέθοδος κατασκευής που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και που μόνο σ’ αυτούς τους τόπους των σκαριών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Όλη η ξυλεία που χρησιμοποιείται για τα μαδέρια του πετσώματος και τους νομείς προέρχεται σχε¬δόν πάντα από τις γύρω περιοχές των λιμνών που τις φιλοξενούν και που κατά περίπτωση μπορεί να είναι καραγάτσι, βαλανιδιά, καστανιά, πεύκο ή λεύκα.
Τα ξύλα στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται μεταξύ τους με καρφοβελόνες ή μεταλλικά στοιχεία σε οχήμα Π και η στεγανοποίηση των αρμών γίνεται με πίσσα, που αποτελεί και το μοναδικό υλικό συντήρησης και συνάμα χρωματισμού των σκαριών. Για την προώθηση των λιμναίων βαρκών χρησιμοποιούνται κουπιά ή ένα μακρύ κοντάρι που ονομά¬ζουν κούντα ή σταλίκι.
Επειδή όμως το πλάτος των βαρκών είναι μικρό και η κωπηλασία αρκετά δύσκολη, τοποθετούν εγκάρσια ένα μακρύ ξύλο, το ζυγό, που στις δυο άκρες του είναι στερεωμένοι οι σκαλμοί.
Αυτά είναι τα βασικά γνωρίσματα των ελληνικών λιμναίων βαρκών.
Γνωρίσματα που δεν μετέβαλε χρόνος, έτσι που όσες από αυτές τις βάρκες διατηρούνται ή κατασκευάζονται ακόμα, να κλείνουν μέσα τους μια μακραίωνη παράδοση μοναδική στο είδος της.
Πηγή: arxaiologia.gr